- ὀστρακόδερμος
- ὀστρακόδερμοςwith a shell like a potsherdmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστρακόδερμος — η, ο (Α ὀστρακόδερμος, ον) αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων τού παλαιοζωικού αιώνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
οστρακόδερμος — η, ο 1. που έχει δέρμα ή περίβλημα από όστρακο ή σκληρό σαν όστρακο. 2. ως ουσ., οστρακόδερμα, τα θαλασσινά όστρακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀστρακόδερμον — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem acc sg ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμοις — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμους — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμων — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμῳ — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακόδερμα — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακόδερμοι — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek